πλαττομένοις

πλαττομένοις
πλάσσω
form
pres part mp masc/neut dat pl (attic)
πλᾱττομένοις , πλήσσω
struck with terror
pres part mp masc/neut dat pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοροπλάθος — ο (Α κοροπλάθος) ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”